Χαβάη

Χαβάη
η
όνομα νησιών του Ειρηνικού ωκεανού, που αποτελούν πολιτεία των HΠA.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαβαϊκός — ή, ό, Ν [Χαβάη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Χαβάη ή προέρχεται από τη Χαβάη 2. φρ. «χαβαϊκός τύπος ηφαιστειακής έκρηξης» γεωλ. μορφή ηφαιστειακής έκρηξης που χαρακτηρίζεται από εκχύσεις ευκίνητης ρευστής βασαλτικής λάβας, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, Τζέιμς — (James Cook, Μάρτον, Γιορκσάιρ 1728 – Χαβάη 1779). Άγγλος θαλασσοπόρος και χαρτογράφος. Κατατάχθηκε στο βρετανικό ναυτικό και αρχικά ταξίδεψε στον Καναδά, όπου ανέλαβε τις χαρτογραφήσεις και τις καταμετρήσεις των ακτών της Νέας Γης και του… …   Dictionary of Greek

  • Χαβάης, νησιά — (Hawaiian Islands). Αρχιπέλαγος του βόρειου Ειρηνικού, το πιο απομονωμένο από εκείνα που αφθονούν στον ωκεανό αυτόν. Αποτελείται από μια σειρά νησιών που βρίσκονται στον τροπικό του Καρκίνου, σε μια υφαλοκρηπίδα με διεύθυνση ΒΔ ΝΑ· πολιτικά, το… …   Dictionary of Greek

  • Χαβανέζος — ο, θηλ. Χαβανέζα, Ν 1. ο κάτοικος τής Χαβάης ή αυτός που κατάγεται από τη Χαβάη, Αβανέζος 2. στον πληθ. οι Χαβανέζοι εθνολ. ο ιθαγενής πληθυσμός τής Χαβάης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαβάη + κατάλ. έζος (πρβλ. Κιν έζος)] …   Dictionary of Greek

  • χαβάγια — η, Ν 1. είδος κιθάρας από τη νήσο Χαβάη τού Ειρηνικού 2. παθητικό τραγούδι με συνοδεία τού οργάνου αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. επίθ. hawaiian < Hawaii «Χαβάη»] …   Dictionary of Greek

  • χαβανέζικος — η, ο, Ν [χαβανέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χαβάη και στους Χαβανέζους ή προέρχεται από τη Χαβάη («χαβανέζικα τραγούδια») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χαβανέζικα η γλώσσα τών Χαβανέζων. επίρρ... χαβανέζικα Ν με χαβανέζικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μάρκος, Φερντινάντ Εντραλίν — (Ferdinand Edralin Marcos, Σαράτ 1917 – Χαβάη 1989). Φιλιππινέζος πολιτικός ηγέτης. Σπούδασε νομική και αργότερα συνηγόρησε υπέρ του Μάνουελ Ρόξας στην δίκη του 1946 47. Εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων το 1949 και παρέμεινε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”